- νυγματικός
- νυγ-μᾰτικός, ή, όν,A suitable for
νύγματα 1.2
,ἔμπλαστρος Androm.
ap. Gal.13.650.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νύγματα 1.2
,ἔμπλαστρος Androm.
ap. Gal.13.650.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυγματικός — νυγματικός, ή, όν (Α) [νύγμα] ο κατάλληλος για τη θεραπεία τών νυγμάτων, τής προσβολής τών νεύρων … Dictionary of Greek